μᾶσσον

μᾶσσον
μάσσων
longer
masc/fem voc comp sg
μάσσων
longer
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάσσον — μάσσω knead pres part act masc voc sg μάσσω knead pres part act neut nom/voc/acc sg μάσσω knead imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μάσσω knead imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσσον' — μά̱σσονα , μάσσων longer neut nom/voc/acc comp pl μά̱σσονα , μάσσων longer masc/fem acc comp sg μά̱σσονι , μάσσων longer dat comp sg μά̱σσονε , μάσσων longer nom/voc/acc comp dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσσων — μάσσων, ὁ, ή, ουδ. μᾱσσον (Α) (ανώμαλ. ποιητ. συγκριτ. τού μακρός) μακρότερος, μεγαλύτερος («ἐὰν μὴ πολὺ μάσσων ἡ ὁδὸς ᾖ», Ξεν.). επίρρ... μᾱσσον (Α) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάσσων (< *μακ jων) είναι ανώμαλος συγκριτικός τού επιθ. μακρός*,… …   Dictionary of Greek

  • ἵμασσον — ἱμάσσω flog aor imperat act 2nd sg (epic) ἵ̱μασσον , ἱμάσσω flog imperf ind act 3rd pl ἵ̱μασσον , ἱμάσσω flog imperf ind act 1st sg ἱμάσσω flog imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἱμάσσω flog imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

  • τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Σουέζ — (Ες Σουέις αραβικά). Πόλη (326.820 κάτ.) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (17.840 τ. χλμ., κάτ. 326.820), βρίσκεται στο πιο εσωτερικό σημείο του ομώνυμου κόλπου, που σχηματίζεται από το βορειοδυτικό βραχίονα της… …   Dictionary of Greek

  • māk̂ - : mǝk̂ - —     māk̂ : mǝk̂     English meaning: long, slender     Deutsche Übersetzung: “lang and dũnn, schlank”     Material: Av. mas “long”, compounds masyü̊ “the größere”, Sup. masiṣta , ap. maϑišta “the höchste”, Av. masah n. “length, greatness, bulk …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”